Καρκινικοί δείκτες


Καρκινικός δείκτης θεωρείται κάθε βιολογική ουσία, η οποία μπορεί να μετρηθεί ποσοτικά ή να εκτιμηθεί ποιοτικά και η μέτρηση της ή η παρουσία της μπορεί να δώσει χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη, τη φύση, το μέγεθος, την υποτροπή ή τη μεταστατική εξάπλωση μιας κακοήθους διεργασίας στον οργανισμό. Οι καρκινικοί δείκτες εντοπίζονται στο αίμα και στα διάφορα σωματικά υγρά, λόγω της αλλαγής στη διαπερατότητα της κυτταρικής μεμβράνης (απώλεια πολικότητας) των καρκινικών κυττάρων και της ανατομικής αλλοίωσης της περιοχής που αναπτύσσεται ο όγκος.

Αυξημένες τιμές στους διάφορους καρκινικούς δείκτες εμφανίζονται, κατά κύριο λόγο, σε ορισμένα είδη καρκίνου αλλά επίσης και σε ορισμένες μη καρκινικές παθολογικές καταστάσεις. Ωστόσο, η μέτρηση των καρκινικών δεικτών έχει μεγαλύτερη σημασία όταν πραγματοποιείται μετά από αφαίρεση κάποιου όγκου. Μία αύξηση ή συνεχής αύξηση στα επίπεδα των καρκινικών δεικτών συχνά υποδηλώνει υποτροπή, μετάσταση και μικρή ανταπόκριση στη θεραπεία, ενώ μειωμένα επίπεδα υποδεικνύουν θετική ανταπόκριση στη θεραπεία και συνεπώς καλή πρόγνωση.

Οι καρκινικοί δείκτες θα πρέπει να πληρούν ορισμένα κριτήρια όπως:  

  • Υψηλή ειδικότητα.
  • Υψηλή ευαισθησία.
  • Ειδικότητα για το όργανο.
  • Σχέση με το στάδιο ή τη μάζα του όγκου.
  • Σχέση με την πρόγνωση.
  • Αξιόπιστη δυνατότητα πρόβλεψης.


Έχουν προταθεί και μετρούνται ως καρκινικοί δείκτες διάφορες ουσίες όπως ορμόνες, αντιγόνα, ένζυμα, πρωτεΐνες κλπ., οι οποίες εκπληρώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Στο εργαστήριό μας ο προσδιορισμός των καρκινικών δεικτών στα διάφορα βιολογικά υγρά (ορός, πλάσμα, εγκεφαλονωτιαίο και ασκητικό υγρό) πραγματοποιείται με ραδιοανοσολογικούς προσδιορισμούς (RIA-IRMA) οι οποίοι είναι οι πλέον αξιόπιστοι μέθοδοι μέτρησης επιπέδων των εν λόγω ουσιών.

Κλινικές εφαρμογές

Με τη μέτρηση των καρκινικών δεικτών στα βιολογικά υγρά του οργανισμού μπορούμε να πετύχουμε τα ακόλουθα:

  • Έγκαιρη διάγνωση με την πρώιμη ανεύρεση του όγκου σε αρχικά στάδια που θα οδηγήσει στην πλήρη θεραπεία του, με τον προληπτικό ή προσυμπτωματικό έλεγχο και που σκοπό έχει να ανιχνεύσει την παρουσία του όγκου σε ασυμπτωματικά, φυσιολογικά και υγιή άτομα από το γενικό πληθυσμό ή από ομάδες υψηλού κινδύνου πριν από την εμφάνιση συμπτωμάτων. (Περίπτωση PSA, CA–125).
  • Διαφορική διάγνωση από άλλες παθήσεις και καλοήθεις νόσους με παρόμοια συμπτώματα, με σκοπό την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας.
  • Πρόγνωση της σοβαρότητας και της εξέλιξης της νεοπλασίας.
  • Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της θεραπευτικής αγωγής που θα αντικατοπτρίζεται στη μείωση της τιμής των καρκινικών δεικτών.
  • Παρακολούθηση του αποτελέσματος της θεραπείας με σκοπό την έγκαιρη ανίχνευση υποτροπής της νόσου.
  • Ανίχνευση μεταστάσεων προτού ακόμα εμφανιστούν τα κλινικά συμπτώματα.

Επιπλέον...

To PSA είναι ενας καλός δείκτης του καρκίνου του προστάτη. Τα φυσιολογικά του επίπεδα κυμαίνονται ανάλογα με την ηλικία των ανδρών. Εκτός απο το ολικά προστατικό αντιγόνο προσδιορίζεται και το ελεύθερο PSA. Ως γνωστόν, το PSA αυξάνει στην υπερτροφία του προστάτη και την προστατίτιδα. Για το δεύτερο ενδεχόμενο, είναι προτιμητέο μια υψηλή τιμή PSA να επεναλαμβάνεται 6 περίπου εβδομάδες μετα τη χορήγηση καταλληλου αντιβιοτικού για το ενδεχόμενο φλεγμονής του αδένα. Εκτός απο το ολικό προστατικό αντιγόνο, προσδιορίζεται και το ελεύθερο PSA. Τό πηλίκο του ελεύθερου προς το ολικό προστατικό αντιγόνο μπορεί να αποτελέσει μια συμπληρωματική παράμετρο για τη διάκριση μεταξύ καλοήθειας και κακοήθειας μιας βλάβης του προστάτη. Πηλίκο υψηλότερο του 2.5 είναι ενδεικτικό καλοήθειας. Ο προσδιορισμός του πηλίκου ελεύθερου πρός ολικό ΡSΑ έχει έννοια μόνο για επίπεδα που κυμαίνονται μεταξύ 4 και 10ng/ml. Πρέπει επίσης στην εκτίμηση του PSA να λαμβάνεται υπόψη η πυκνότητά του καθώς και ο ρυθμός αύξησης εντός ενός έτους, που δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 0.35ng/ml για τιμές μικρότερες των 4ng/ml και 0.7 ng /ml για τιμές μεγαλύτερες των 4ng/ml.

Το ΡSΑ όμως αποτελεί ένα ευαίσθητο δείκτη με όχι όμως υψηλή ειδικότητα. Έτσι, μετά από μια αρνητική βιοψία προστάτη, το PSA δεν μπορεί να δώσει συμπληρωματικές πληροφορίες για το πρακτέο. Είναι ακριβώς στην περίπτωση αυτή όπου ο μοριακός δείκτης PCA3 και ειδικότερα το PCA3 score με την υψηλή ειδικότητά του, που μπορεί να δώσει την απάντηση για τη σκοπιμότητα μιας δεύτερης βιοψίας.